- ἐχιλιάρχει
- ἐχῑλιάρχει , χιλιαρχέωto be aimperf ind act 3rd sg (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χιλιαρχώ — έω, ΜΑ [χιλίαρχος] διοικώ χιλιαρχία, είμαι χιλίαρχος («ἐχιλιάρχει γὰρ ὁ ἀδελφὸς αὐτοῡ Καπίων», Πλούτ.) … Dictionary of Greek